σοφιστορήτωρ

σοφιστορήτωρ
σοφιστορήτωρ, οπος, ,
A = σοφιστὴς καὶ ῥήτωρ, Tz.H.11.189.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σοφιστορήτωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που είναι σοφιστής και ρήτορας μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφιστής + ῥήτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”